H επιφάνεια του χαρτιού χαράσσεται. Δημιουργείται ένα αυλάκι, μια εμβάθυνση όπου αποτίθεται ο γραφίτης ή το μελάνι, σε ένα υπόλευκο φόντο. Υπόλευκο, καθώς το χαρτί, όπως και η γραμμή που μόλις έχει χαραχθεί πάνω του, έχουν υποστεί τη φθορά του χρόνου και, κατ’ ουσίαν, ήδη την αναπαριστούν. Χρωματίζεται η επιφάνεια με γραμμές συγκλίνουσες⋅ ανακινείται, βαθαίνει. Είναι ανάγκη να στραφούμε προς τη θετική πλευρά, εκείνη της σύγκλισης, εκείνη του βάθους των συγκλίσεων, ακόμη και όταν οι γραμμές αποκλίνουν. Κάθε γραμμή είναι οριογραμμή, λεπτότατη γραμμή, ευμετάβλητη κατά-τις-συγκλίσεις της.
Με αυτή τη διακριτική σπορά του χαρτιού με γραμμές, οι περιορισμοί της επιφάνειας αίρονται. Το φόντο ως ένα διακριτό επίπεδο ή μια διακριτή εμβάθυνση αίρεται. Οι γραμμές εκτείνονται και εντείνονται στον χώρο, υποδεικνύουν τα όριά του. Οι γραμμές λογίζονται ως πολυδιάστατες, απεριόριστες. Με αυτήν τη διακριτική σπορά, υπό τους όρους των γραμμών και των συγκλίσεών τους, ερωτούμε για τις δυνατότητες τροπής τους προς ορισμένες κατευθύνσεις. Ερωτούμε για τη διάρκειά τους, καθώς και για τους τρόπους της διάνοιξης και δέσμευσής τους στον χώρο. Ερωτούμε, ακόμη, για τα φαινόμενα της επανάληψης και για τη σύνθεση κατά-την-επανάληψη.
Δημήτρης Μάνιος